κοντοποδαρούσα

κοντοποδαρούσα
η
ποικιλία αχλαδιού με κοντό και χοντρό μίσχο, κοντούλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοντοποδαρούσα — η εκλεκτή ποικιλία τής αχλαδιάς και τού καρπού της, ο οποίος έχει κοντό και κάπως χονδρό μίσχο, αλλ. κοντούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού κοντο πόδαρος* με εξειδικευμένη σημ. και την κατάλ. ούσα (πρβλ. ξανθο μαλλ ούσα, χαμηλο βλεπ ούσα)] …   Dictionary of Greek

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντούλης — α, ικο 1. κάπως κοντός, κοντούτσικος 2. το θηλ. ως ουσ. η κοντούλα εκλεκτή ποικιλία αχλαδιάς και τού καρπού της, αλλ. κοντοποδαρούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. ούλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”